ό,τι

ό,τι
(ΑΜ ὅ,τι και ὅ τι Α και ότι, επικ. τ. ὅ,ττι και ὅ ττι και ὅττι)
(το ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. όστις
μσν.-αρχ.
με υπερθ. αλλά και συγκριτ. και θετικό βαθμό επιθ. ή επιρρ.) όσο το δυνατόν (α. «ὅ τι μάλιστα», Θουκ.
β. «ἀσκήσεως ὅτι μάλα συχνῆς», Ευστ.)
αρχ.
(ως επίρρ.)
1. (σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) γιατί, για ποιο λόγο
2. ὅτι μή
α) (και ὅτι μή) (μετά από αρνητική πρόταση) πλήν εκτός, παρά μόνο («οὐ γὰρ ἦν κρήνη ὅτι μὴ μία ἐν αὐτῇ τῇ ἀκροπόλει», Θουκ.)
β) (μετά από ερώτηση με το οὐ) εφόσον δεν, μια που δεν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. τής αναφ. αντων. ὅστις* με επιρρμ. χρήση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”